- μπαλταδιά
- ηχτύπημα με μπαλτά, τσεκουριά («τού 'δώσε μια μπαλταδιά και τού άνοιξε το κεφάλι στα δύο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μπαλτάδ-ες + κατάλ. -ιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαλταδιά — η (λ. τουρκ.), χτύπημα με μπαλτά, τσεκουριά: Τον έριξε κάτω αιμόφυρτο με μια μπαλταδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αδιά — κατάλ. θηλ. ουσ. π.χ. βαρκ αδιά, μπαλτ αδιά, κουβ αδιά κ.ά. Είναι επεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ιά* από το περιττοσύλλαβο θ. τού πληθ. σε άδες, π.χ. μπαλτάς μπαλτάδες μπαλταδιά … Dictionary of Greek